Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2015

Παίζουμε μπανγκ Μαρία;



Γεγονός είναι πως το χάνω. Το παιχνίδι.
Γεγονός είναι πως είμαι πάλι σπίτι, πως τρώω πάλι σάπιο σουβλάκι και γράφω κειμενάκι.
Γεγονός είναι πως ήθελα να πάρω τηλέφωνα, πολλάααα τηλέφωνα, αλλά δεν πήρα κανένα.

Είναι γεγονός πως (τώρα το συνειδητοποιώ) η συμπεριφορά μου είναι ενός ανθρώπου που περιμένει. Περιμένω και περνάνε οι μέρες και οι βδομάδες και δεν καταλήγουν πουθενά και περιμένω και δεν το καταλαβαίνω καν.

Η γνώση με χτυπά σαν ένα (προαναφερθέν) χαστούκι και μου λέει πως δεν υπάρχει κάποιος να πάρω τηλέφωνο και να του πω, ξέρεις, σκέφτομαι αυτό κι αυτό κι αυτό και να μου πει, ναι κι εγώ, έλα από δω, που είναι στου διαόλου τη μάνα ή δίπλα μου, να τα πούμε και να στεναχωρηθούμε μαζί, και να πάω και να περάσουμε τέλεια στεναχωρούμενοι.

Κρατάω το σαγόνι μου από το χαστούκι και προσπαθώ να ανασυγκροτηθώ, να ξαναοργανωθώ και να αντεπιτεθώ αλλά οι στρατηγικές κινήσεις μου αποτυγχάνουν συνεχώς. Δεν ξέρω γιατί, κάτι έχω υπολογίσει λάθος. Ή απλά δεν είναι αρκετά αυτά που σχεδιάζω. Πάντα μου έρχεται αυτή η εικόνα για τον άνθρωπο γενικώς.

Ο καθένας βρίσκεται στην άκρη ενός γκρεμού. Πίσω είναι η θάλασσα, πολλά μέτρα κάτω. Το έδαφος είναι σκαμμένο αλλά στέρεο. Ο καθένας στέκεται και δεν κρατάει τίποτα, μόνο μια ασπίδα. Είναι μια μεγάλη ασπίδα και πάνω έχει χαραγμένα λόγια και σύμβολα σημαντικά του καθενός. Είναι μεγάλη και δυνατή, μεταλλική, βαριά και στιβαρή, σου δίνει σιγουριά. Μπροστά στον καθένα βρίσκεται ένας ογκώδης άντρας, ή πιο σωστά μια ογκώδης μορφή, δυνατή, τρομακτική αλλά όχι τρομακτική του τρόμου, δεν την φοβάται ο καθένας, απλά την υπολογίζει (αν έχει μυαλό). Την υπολογίζει και στέκονται απέναντι. Η απειλητική μορφή κρατά με τη σειρά της ένα μεγάλο σφυρί, μια βαριά με πολύ μεγάλο κεφάλι, φαίνεται πάνβαρο αυτό το κωλοσφυρί. Και κάθε φορά που βρίσκει ο καθένας ευκαιρία, προχωρά. Και κάθε τόσο η μορφή χτυπά με δύναμη πάνω στην ασπίδα του καθένα. Άλλες φορές χτυπά ελαφριά και ο καθένας δεν κουνιέται ρούπι, απλά τραντάζεται λίγο, στερεώνει την ασπίδα καλύτερα και ίσως να κάνει και ένα βηματάκι μπροστά. Άλλες φορές όμως, άλλες φορές, τα χτυπήματα είναι τρομερά, είναι συνεχόμενα, είναι λυσσαλέα, και ο καθένας (μπανγκ!) αποκρούει και από την ορμή του χτυπήματος κάνει και ένα βήμα πίσω, (μπανγκ!) κάνει πίσω βήματα όχι γιατί φοβάται απαραίτητα αλλά για να βρει χώρο να στερεώσει τα πόδια του, να στυλωθεί σαν γάιδαρος, να πάρει καλύτερη θέση για να αντέξει το επόμενο χτύπημα (μπανγκ!), ίσως κάποιες φορές να νόμισε πως δεν θα υπάρξει άλλο, πως θα προχωρήσει μπροστά αλλά κάνει λάθος (μπανγκ!) και έτσι, μπρος-πίσω, συνεχίζει ο καθένας. Άλλες φορές φτάνει τόσο κοντά στον γκρεμό που μετά από ένα χτύπημα κοιτά κάτω ανήσυχος τα κύματα που παφλάζουν στα βράχια, εκατοντάδες μέτρα παρακάτω, σχεδόν δεν φαίνεται τίποτα αλλά ξέρει τι τον περιμένει. Άλλες φορές, κουρασμένος να σηκώνει την ασπίδα του σκέφτεται να πέσει, να βουτήξει, και ποιος ξέρει; Ίσως να καταφέρει να βρει κενό στα βράχια και να βουτήξει στο νερό, δεν ξέρει ακριβώς το βάθος αλλά ξέρει πως, αν γλυτώσει, θα κολυμπήσει και θα βρει ίσως άλλες ακτές που δεν θα υπάρχουν μορφές με σφυριά αλλά μορφές φωτεινές που θα κρατούν όργανα μουσικά ή λουλούδια ή μπάλες ή δώρα ή απλά θα τον περιμένουν να κάνουν παρέα. Ο καθένας σκέφτεται αλλά δεν προλαβαίνει πάντα γιατί (μπανγκ!) η μορφή τον επαναφέρει στην αιώνια πάλη του. Ξέρει πως δεν θα αντέξει τα χτυπήματα για πάντα, κάποια στιγμή θα κουραστεί, κάποια στιγμή θα αφεθεί να παρασυρθεί προς το γκρεμό.

Όμως ο κανένας δεν θέλει ακόμα. Η ασπίδα του, μια όμορφη, ατσάλινη αλλά λεπτεπίλεπτη, με σχέδια και ιδεογράμματα που δείχνουν την χαρά του και την ανυπομονησία του για βήματα, είναι σταθερή ακόμα. Όχι όσο ήταν ίσως, όχι τόσο μακριά από την άκρη του γκρεμού ίσως, αλλά υψώνεται με ένα ελαφρύ τρέμουλο που η μορφή δεν το ‘χει προσέξει καν. Ο κανένας σκέφτεται πως πέρασε άσχημα χτυπήματα και έκανε και κάποια βήματα μπροστά. Αλλά θέλει να προχωρήσει κι άλλο. Προσπαθεί να βρει κενά ανάμεσα στα (μπανγκ!) χτυπήματα και εκατοστό το εκατοστό προχώρησε λίγο. Όμως για να προχωρήσει κι άλλο θέλει κι άλλα σχέδια στην ασπίδα του, θέλει δυνατή ασπίδα για να μην υποχωρεί μπροστά στη λύσσα, το μίσος, την αδικία της μορφής. Ο κανένας αποφάσισε καιρό πριν να γράψει ονόματα, δυνατά και μαγικά ονόματα πάνω στην ασπίδα του. Και προχώρησε μ’ αυτά αρκετά. Τώρα όμως τα ονόματα έφθιναν, τα γράμματα ίσα που φαίνονται και ο κανένας δε μπορεί να τα διαβάσει καθαρά, δεν μπορεί να στηριχτεί στην ασπίδα του. Και αρχίζει πάλι να χάνει έδαφος, αρχίζει να πλησιάζει το γκρεμό. Προσπαθεί να πατήσει από πάνω τα γράμματα, προσπαθεί να γράψει καινούργια, προσπαθεί αλλά δεν τα ‘χει καταφέρει ακόμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου