Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012

2ο μέρος - Που να είναι εκέινος ο "φίλος", είναι άραγε για πάντα χαμένος;



Ήταν νομίζω 5-6 μέρες πιο πριν που στεκόμουν στο δωμάτιο μου κοιτώντας το κενό, όπως έκανα όλο και πιο συχνά εκείνη την περίοδο, σκεπτόμενος ότι δεν μπορώ να νιώθω άλλο έτσι. Δεν θα μπορούσα να συνεχίσω για πολύ η αλήθεια είναι να βρίσκομαι σ’ αυτή την κατάσταση. Είχα ξαναρχίσει να κάνω βόλτες μόνος μου, να πηγαίνω στα μέρη που μου θύμιζαν διάφορα πράγματα που είχα φτύσει αίμα να ξεχάσω, να κοιμάμαι ώρες και ώρες, να τραβάω μαλακίες μπας και ηρεμήσω λίγο, να σκέφτομαι ξανά αυτή που μου λείπει όσο τίποτα. Είχα αποφασίσει ότι δεν έχει και πολύ νόημα να παρασιτώ στους φίλους μου, την οικογένεια μου, κανέναν. Και είχα βάλει τις βάσεις για μια βιώσιμη λύση. Περνούσα τις ατελείωτες κενές μου ώρες μπροστά στο πισι προσπαθώντας να κάνω την ώρα να περάσει για να νυστάξω μέχρι που έπεσα πάνω σε μια τόσο ανόητη σελίδα που δεν μπορούσα καν να την αγνοήσω: ΜΕΝΤΙΟΥΜ ΠΝΕΥΜΑΤΙΣΤΗΣ ΜΕ ΠΟΛΥΧΡΟΝΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΚΑΛΕΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΥΣ ΑΠΟ ΤΟ ΥΠΕΡΠΕΡΑΝ ΓΙΑ ΝΑ ΛΥΣΟΥΝ ΟΛΑ ΣΑΣ ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ! Θεέ μου τι φέιλ. Επειδή όμως δεν είχαν τηλέφωνο(γιατί, σιγά μην έπαιρνα), έστειλα μέιλ. Γέλαγα τόσο πολύ με το κάψιμο μου! Η απάντηση ήταν άμεση κι ας έστειλα στις 4 το βράδυ εγώ. Ναι, θα χαιρόταν πολύ να με δεχτεί ο μέγας πνευματιστής, μπορούσα να περάσω από το σπίτι του αύριο, αν είχα χρόνο. Είχα; Ναι, είχα προφανώς χρόνο να δώσω σε όλο τον κόσμο οπότε αποφάσισα να πάω. Τι είχα να χάσω; Το πολύ πολύ να με σκότωναν! Αυτό δεν ήθελα;
Το πρωί που ξύπνησα δεν θυμόμουνα καν το συμβάν. Κάποια στιγμή που κοίταξα τα μέιλ μου το θυμήθηκα και είπα να πάω. Η εναλλακτική ήταν να κάτσω στο φβ για 5 ώρες ακόμα. Πήγα λοιπόν. Το «σπίτι» ήταν στο μεταξουργείο σε ένα διαμέρισμα που ήταν όσο εγκαταλελειμμένο έπρεπε για να σιγουρευτώ ότι ναι, τελικά δεν θα γύρναγα σπίτι ζωντανός. Ο άνθρωπος που μου άνοιξε ήταν, πώς να το θέσω; Καινός. Είχε πάνω του πράγματα που δεν είχα ξαναδεί σε κανέναν είτε ζωντανά είτε σε τηλεοράσεις, ταινίες κλπ. Δεν εννοώ κοσμήματα και τέτοια. Τα ρούχα του ήταν φυσιολογικά, πράγμα που έκανε τον ίδιο ακόμα πιο παράξενο. Δεν θα μπω στον κόπο να τον περιγράψω γιατί δεν μπορώ κιόλας. Μόνο το ύφος του θυμάμαι ξεκάθαρα. Ήταν το ύφος ανθρώπου που έχει ξαναζήσει το ίδιο πράγμα χίλιες φορές.
(Ανοίγει η πόρτα. Αμηχανία)
-Γειά σας.
(Σιωπή. Περισσότερη αμηχανία)
-Είστε ο(Προσπάθησα μάταια για κάποια δευτερόλεπτα να θυμηθώ το όνομα του από τα μέιλ όταν συνειδητοποίησα ότι δεν είχε αναφερθεί κάποιο όνομα. Αρκετά παραξενεμένος συνέχισα…) κύριος που μίλησα μέσω ιμέιλ;
-Ναι. Κι εσύ είσαι ο Γιώργος σωστά;(ιδέα μου ή χαμογελάει;)
-Ναι εγώ είμαι.
-Πολύ καλά; Θες να μπεις να αρχίσουμε; Δεν θα μας πάρει πολύ ώρα μην ανησυχείς.
(Τι εννοεί; Ξέρει γιατί είμαι εδώ; Τι θα κάνουμε και θα το κάνουμε και γρήγορα;)
Προχωράμε και μου δείχνει μια καρέκλα σε μια τραπεζαρία που μυρίζει έντονα μούχλα. Κάθομαι προσπαθώντας να δείξω ότι όλα μου φαίνονται φυσιολογικά. Δεν είναι πάντως. Το σπίτι πέρα από πενταβρώμικο και αηδιαστικό είναι λες και όποιος το διακόσμησε το έκανε με μόνο γνώμονα να δείχνει τρομαχτικό. Τέσσερις τοίχοι, όλα τα παράθυρα κλειστά από τα πατζούρια, καμία εικόνα, μόνο κάτι τεράστια κόκκινα υφαντά στους τρεις τοίχους και στον τέταρτο ένας καθρέφτης στο ύψος ενός ανθρώπου εντελώς απέριττος, χωρίς ούτε ένα στολίδι, με ξύλινο πλαίσιο και μια επιγραφή στο κορυφή που δεν έβλεπα καν τι έγραφε από την αρχαιότητα του όλου πράγματος. Κάθομαι και περιμένω. Αυτός κάθεται απέναντι μου και με κοιτάει με την υποψία χαμόγελου ακόμα στη φάτσα του. Μ’ εκνευρίζει λίγο. Χωρίς να το συνειδητοποιήσω στο κεφάλι μου έχει κολλήσει ένα τραγούδι που άκουγα παλιά: «Πώς να τελειώωωωωσει… αυτήηηηη η κραυγήηηηηηηη…».
-Είσαι λυπημένος.
Δεν απαντάω. Περιμένω να δω αν θα μου το παίξει μέντιουμ ώστε να γελάσω επιτέλους με τη χαζομάρα της όλης κατάστασης(και της δικιάς μου τρομάρας).
-Είσαι λυπημένος(επαναλαμβάνεσαι φίλε…). Και είπες να αυτοκτονήσεις.(χαμογελάει ακόμα. Εγώ όχι.). Αλλά είσαι δειλός και δεν τολμάς οπότε περιμένεις κάτι να συμβεί για να το ξεχάσεις ή να πειστείς και να το κάνεις(τώρα το χαμόγελο του είναι τεράστιο και μοιάζει τόσο ευχαριστημένος που αρχίζω να τρομάζω λίγο. Γιατί τα λέει αυτά; Εγώ δεν παραδέχτηκα τίποτα. Και γιατί στο διάολο χαίρεται τόσο;). Είσαι τυχερός. Εγώ θα σου δώσω μια λύση κι ας μην ξέρεις ούτε εσύ αν θα σε βοηθήσει.
Προσπαθώ να μιλήσω γιατί από το ύφος του και τα λόγια του φαίνεται να έχει αποφασίσει κάτι χωρίς να ξέρω τι και χωρίς να έχω συμφωνήσει σε τίποτα. Μου κάνει νόημα να μη μιλήσω. Και για κάποιο λόγο σωπαίνω. Μέσα μου μια σκέψη κυριαρχεί. Αν μη τι άλλο, ζω κάτι καινούργιο. Η επόμενη του φράση για κάποιο λόγο όμως, με ανατριχιάζει.
-Από τώρα και μέχρι να τελειώσουμε, θα με φωνάζεις Καθηγητή.

                                                                                                                               (συνεχίζεται...)

1 σχόλιο: